- ακαταληξία
- η (Α ἀκαταληξία) [ἀκατάληκτος]η ιδιότητα τού ακατάληκτου, τού να μην καταλήγεις σε συμπέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταληξία — η το να είναι κανένας ακατάληκτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάληκτος — η, ο (Α ἀκατάληκτος, ον) και ακατάληχτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος 2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα τής γ κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα,… … Dictionary of Greek